λωποδύτης

λωποδύτης
ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης)
επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι»)
αρχ.
1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους επενδύτες τών διαβατών πράξη που, κατά το αττικό δίκαιο, αποτελούσε διακεκριμένη περίπτωση κλοπής
2. μτφ. αυτός που ιδιοποιείται ξένες εκφράσεις και ιδέες («λωποδύτης ἀλλοτρίων ἐπέων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώπη «περίβλημα, επενδύτης» + -δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. αμμο-δύτης, τρωγλο-δύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λωποδύτης — clothes stealer masc nom sg λωποδυτέω steal clothes imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύτης — ο θηλ. ύτρια ο μικροκλέφτης, ο μικροαπατεώνας: Δεν ψωνίζω ποτέ από αυτόν το λωποδύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λωποδύται — λωποδύτης clothes stealer masc nom/voc pl λωποδύτᾱͅ , λωποδύτης clothes stealer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδυτῶν — λωποδύτης clothes stealer masc gen pl λωποδυτέω steal clothes pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύταις — λωποδύτης clothes stealer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύτην — λωποδύτης clothes stealer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύτου — λωποδύτης clothes stealer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύτῃ — λωποδύτης clothes stealer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύταρος — ο [λωποδύτης] μεγάλος λωποδύτης, κλεφταράς …   Dictionary of Greek

  • λωποδύτας — λωποδύτᾱς , λωποδύτης clothes stealer masc acc pl λωποδύτᾱς , λωποδύτης clothes stealer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”