- λωποδύτης
- ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης)επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι»)αρχ.1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους επενδύτες τών διαβατών πράξη που, κατά το αττικό δίκαιο, αποτελούσε διακεκριμένη περίπτωση κλοπής2. μτφ. αυτός που ιδιοποιείται ξένες εκφράσεις και ιδέες («λωποδύτης ἀλλοτρίων ἐπέων», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λώπη «περίβλημα, επενδύτης» + -δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. αμμο-δύτης, τρωγλο-δύτης].
Dictionary of Greek. 2013.